-
1 ἐξ-αν-έχω
ἐξ-αν-έχω (s. ἔχω), 1) hervorstehen, hervorragen; κεῖϑεν δὲ προτέρωσε μέγας ἀγκὼν ἐξανέχει γαίης, ins Meer hinein, Ap. Rh. 2, 370, vgl. 4, 168; στάλαν ἐξανέχουσαν τύμβῳ Theocr. 22, 207. – 2) Med., auf sich nehmen, erdulden (vgl. ἀνέχομαι), gew. mit dem partic., πῶς ταῠτ' ἐξανασχήσεσϑε τοῖσιν Ἀτρέως ἐμὲ ξυνόντα παισίν Soph. Phil. 1339; οὗ λόγων ἄλγιστ' ἂν ἐξανασχοίμην κλύων O. C. 1176, seine Reden zu hören; ταῠτα παῖδας ἐξανέξεται πάσχοντας, daß die Kinder das leiden, Eur. Med. 74, vgl. Alc. 955 Andr. 200; Ar. Pax 702 Nubb. 1377.
-
2 ἐξανέχω
ἐξ-αν-έχω, (1) hervorstehen, hervorragen; κεῖϑεν δὲ προτέρωσε μέγας ἀγκὼν ἐξανέχει γαίης, ins Meer hinein. (2) auf sich nehmen, erdulden; οὗ λόγων ἄλγιστ' ἂν ἐξανασχοίμην κλύων, seine Reden zu hören; ταῠτα παῖδας ἐξανέξεται πάσχοντας, daß die Kinder das leiden
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский